- γεγῶσα
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεγῶσ' — γεγῶσα , γίγνομαι come into a new state of being perf part act fem nom/voc sg γεγῶσι , γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc/neut dat pl γεγῶσαι , γίγνομαι come into a new state of being perf part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθνείος — α, ο (ΑΜ ὀθνεῑος, α, ον, Α θηλ. και ος) ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» έθιμα, ξενικά, κατ απομίμηση ξένων β. «ὀθνεῑος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.) αρχ. 1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός… … Dictionary of Greek